Αρχαία Ολυμπία

Αρχαία Ολυμπία
Αρχαία Ολυμπία

Το στάδιο στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας στην Ελλάδα βρίσκεται στα ανατολικά του ιερού του Διός, έξω από τον ιερό περίβολο της Άλτεως. Ήταν η τοποθεσία διεξαγωγής πολλών από τα αθλητικά γεγονότα των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και των γυναικείων αγώνων Ηραίων.

Το στάδιο της Αρχαίας Ολυμπίας

Το στάδιο ήταν ιερός τόπος για τους αρχαίους Έλληνες, αφού εκεί πραγματοποιούνταν αθλητικές εκδηλώσεις αφιερωμένες στον Δία και βρίσκεται έξω από τον ιερό χώρο της Άλτεως στην βορειοανατολική γωνία του. Το γήπεδο του σταδίου συνδέεται με το ιερό χώρο μέσω μιας ιερής λίθινης θολωτής διόδου, μήκους 32μ., η οποία ήταν μόνο για τους επίτροπους, τους αθλητές και τους ήρωες. Η λίθινη αυτή καμαροσκεπής στοά, αναφέρεται από κάποιους ως Κρύπτη, κατασκευάσθηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Ο στίβος του σταδίου είχε 212,54 μέτρα (697,3 πόδια) μήκος και 28,5 μέτρα (94 πόδια) πλάτος και περιβάλλεται από χλοώδεις επιφάνειες, ενώ όλα τα καθίσματα ήταν φτιαγμένα από λάσπη. Οι δύο λίθινες βαλβίδες, που σηματοδοτούν τις αφέσεις, απέχουν μεταξύ τους 192,27 μ., δηλαδή ένα ολυμπιακό στάδιο ή 600 ολυμπιακά πόδια (1 πους=32,04 εκ.)Στη νότια πλαγιά υπήρχε μια πέτρινη εξέδρα στην οποία κάθονταν οι Ελλανοδίκες[6] των αγώνων, ενώ απέναντι, στη βόρεια πλαγιά, ήταν ο βωμός της θεάς Δήμητρας Χαμύνης. Το γήπεδο είχε χωρητικότητα 45.000 θεατών, γι΄ αυτό θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του.

Αρχαία Ολυμπία
Αρχαία Ολυμπία

Εξέλιξη του σταδίου

Η σημερινή θέση του σταδίου δεν είναι η ίδια στους πρώτους αιώνες τέλεσης των αγώνων, γιατί το γήπεδο του σταδίου ήταν αρχικά (πρίν τον 6ο αι. π.Χ.) τοποθετημένο εντός του ιερού χώρου ανατολικά του μεγάλου βωμού του Δία και κατά μήκος του ανδήρου των Θησαυρών. Οι θεατές να ήταν σε θέση να δουν τους αγώνες από τις πλαγιές του Κρονίου λόφου. Σταδιακά το στάδιο μεταφέρθηκε ανατολικά μέχρι να φτάσει στη σημερινή του θέση. Συνολικά κατασκευάστηκαν τρία στάδια: Το πρώτο, Στάδιο Ι – μέσα του 6ου αι. π.Χ., διαμορφώθηκε κατά την αρχαϊκή περίοδο με απλή εξομάλυνση του εδάφους στα νότια του Κρονίου λόφου, ενώ η δυτική στενή πλευρά του ήταν ανοικτή προς το μεγάλο βωμό του Δία. Την περίοδο αυτή το στάδιο χρησιμοποιείτο κυρίως για αγώνες των διαγωνιζομένων των πλησιέστερων πόλεων-κρατών της Ελλάδας. Το δεύτερο, Στάδιο ΙΙ – τέλη του 6ου αι. π.Χ., διαμορφώθηκε στα ανατολικά του πρώτου, με σκοπό να προστεθούν επιπλεόν εκδηλώσεις.

Ο στίβος του σταδίου μεταφέρθηκε ανατολικότερα και επεκτάθηκε μετά τους Θησαυρούς. Στη νότια πλευράς διαμορφώθηκε τεχνητό πρανές για τους θεατές, ενώ στη βόρεια πλευρά χρησιμοποιήθηκε το φυσικό πρανές του Κρονίου λόφου. Το τρίτο, Στάδιο ΙΙΙ – αρχές του 5ου αι. π.Χ., έχει τη σημερινή μορφή, διαμορφώθηκε με το πέρας της οικοδόμησης του ναού του Δία με σκοπό την εξυπηρέτηση μεγαλύτερου κοινού και αθλητών αφού οι αγώνες είχαν πια αποκτήσει μεγάλη αίγλη. Κατά μήκος των αναχωμάτων γύρω από το γήπεδο βρίσκονται μεγάλα πηγάδια που εξυπηρετούσαν όχι μόνο ως προσφορές νερού, αλλά επίσης και χώρος αναθημάτων, κυρίως χάλκινων. Με την κατασκευή της στοάς της Ηχούς, στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ., το στάδιο απομονώθηκε από την ιερά Άλτι.

Το γεγονός αυτό απηχεί το πνεύμα της εποχής, καθώς οι αγώνες είχαν χάσει πλέον τον καθαρά θρησκευτικό τους χαρακτήρα και αποτελούσαν γεγονός περισσότερο αθλητικό και κοσμικό. Τα δύο πρώτα στάδια ήταν 80μ. δυτικότερα και 9 μ. νοτιότερα από το τρίτο και εβρίσκοντο εντός της ιεράς Άλτεως, ενώ το τρίτο εκτός από αυτήν. Στο βάθος το Ηραίο δηλαδή ο ναός της Ήρας στην αρχαία Ολυμπία Ήταν ο δεύτερος αρχαιότερος ναός ( 7ος αι) με ποικιλία χρωμάτων στους κίονες και διακόσμηση με σπείρες , ανθάκια και λουλούδια Ναός της Ήρας Στο βορειοδυτικό άκρο του ιερού χώρου της Άλτεως και στους πρόποδες του Κρόνιου Λόφου θα συναντήσετε τον ναό της θεάς Ήρας που αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα δείγματα ναοδομίας στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη οικοδομήθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από κατοίκους του Σκιλλούντα που ήταν μια αρχαία πόλη της περιοχής της Ηλείας.

Ήταν ένας αρκετά μεγάλος ναός που ακολουθούσε βαριές αναλογίες και δωρική αρχιτεκτονική. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι ότι οι κίονες του δεν ήταν ακριβώς ίδιοι μεταξύ τους και αυτό διότι στην αρχή ήταν ξύλινοι και αντικαταστάθηκαν σταδιακά με λίθινους. Κατασκευαστικά ο καθένας ακολουθούσε το ρυθμό της εποχής του και έτσι στο σύνολο του ναού αποτυπώνεται η εξέλιξη του δωρικού ρυθμού από τα αρχαϊκά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Όπως η πλειοψηφία των αρχαίων ελληνικών ναών έτσι και ο ναός της Ήρας χωρίζονταν σε πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Στο βάθος του σηκού τοποθετούνταν λατρευτικά αγάλματα του Δία και της Ήρας. Η θεά στην οποία ήταν και αφιερωμένος ο ναός απεικονιζόταν καθισμένη στο θρόνο της και δίπλα της στέκονταν ο πατέρας των θεών Δίας. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει τα θεμέλια του ναού καθώς και τέσσερις από τους κίονες που έχουν αναστηλωθεί. Επίσης αρκετά τμήματα του ναού όπως θραύσματα από την πήλινη διακόσμηση του θριγκού φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας.

Αρχαία Ολυμπία
Αρχαία Ολυμπία

Αναστηλωμένος κίονας του ναού του Δια ύψους 9 μέτρων. Το καθήμενο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δια εντός του είχε υψος 13 μέτρα και η σκεπή 20 μέτρα !! Αν ο Δίας που καθόταν στο άγαλμα σηκωνόταν θα έσπαζε το θόλο. Ο Ναός του Δία στην Ολυμπία ήταν ένας αρχαίος ελληνικός ναός στην Ολυμπία, αφιερωμένος στο θεό Δία. Ο ναός, που χτίστηκε μεταξύ 472 και 456 π.Χ., ήταν στο ίδιο το πρότυπο του πλήρως ανεπτυγμένου κλασσικού ελληνικού ναού δωρικού ρυθμού.

Ο Ναός του Δία στην Ολυμπία βρίσκεται μέσα στον περίβολο της Άλτεως, στο ιερό που ήταν αφιερωμένο στο Δία και όπου τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά την αρχαιότητα. Η συγκεκριμένη τοποθεσία ήταν πιθανότατα τόπος λατρείας από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Η Άλτις με το ιερό άλσος, με το σηκό, τους υπαίθριους βωμούς και τον τύμβο του Πέλοπα, για πρώτη φορά διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του 10ου και 9ου αιώνα π.Χ.

Κατασκευή Ο ναός κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Λίβονα με σκαλιστές μετόπες και τρίγλυφα, που αποτελούν τη βάση για τα αετώματα που κοσμούνται με τα γλυπτά του αυστηρού ρυθμού, που τώρα αποδίδονται στον «άγνωστο γλύπτη της Ολυμπίας» και το εργαστήριό του. Η κύρια κατασκευή του κτιρίου ήταν από ντόπιο ασβεστόλιθο που ήταν ελκυστικός και κακής ποιότητας, και γι’ αυτό ήταν επικαλυμμένος με ένα λεπτό στρώμα κονιάματος για να του δώσει μια εμφάνιση σαν αυτή του μαρμάρου, από το οποίο ήταν κατασκευασμένος ο γλυπτός διάκοσμος του ναού. Το κτίσμα (βλ. κάτοψη) είναι ένας τυπικός δωρικός περίπτερος ναός, με 6 κίονες στη κάθε στενή και 13 στην κάθε μακριά πλευρά του. Ο στυλοβάτης του έχει μήκος 64,12 μ. και πλάτος 27,68 μ. και οι κίονές του ύψος 10,51 μ. Ο ναός είναι διπλός, ο σηκός του δηλαδή είναι χωρισμένος σε πρόναο, κυρίως ναό και οπισθόδομο. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και προσεγγίζεται μέσω ράμπας. Εσωτερικά ο ναός διαθέτει δύο δίτονες (διώροφες) κιονοστοιχίες τοποθετημένες κοντά στους τοίχους

Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τρία κλίτη, το μεσαίο με διπλάσιο πλάτος από τα πλευρικά. Πάνω από τα πλευρικά κλίτη δημιουργείται ένα υπερώο. Κύριο υλικό δομής του ναού είναι ο ντόπιος κογχυλιάτης λίθος, επιχρισμένος με λεπτό λευκό μαρμαροκονίαμα για να δίνει την εντύπωση μαρμάρου. Η στέγη του φέρει κεράμωση κορινθιακού τύπου

Ιστορία Ο Ναός του Δία χτίστηκε από τους Ηλείους με τα έσοδα από την εκποίηση των λαφύρων που απέσπασαν κατά το νικηφόρο πόλεμο εναντίον της Πίσας το 471 π.Χ[7]. Μέχρι τότε ο Δίας λατρευόταν στο ναό της Ήρας, ήταν σύνναος με τη θεά. Έχουμε τη μαρτυρία ότι οι Σπαρτιάτες τοποθέτησαν μια χρυσή ασπίδα ως ανάθημα στο επιστύλιο του ναού μετά από νίκη τους στην Τανάγρα το 457 π.Χ. Άρα ο ναός θα πρέπει να ήταν σχεδόν, αν όχι εντελώς έτοιμος, οπότε χτίστηκε μεταξύ 471 και 457 π.Χ., δηλαδή σε λιγότερο από 15 χρόνια Ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος αφιέρωσε είκοσι μία επιχρυσωμένες ασπίδες αφού λεηλάτησε την Κόρινθο το 146 π.Χ.

Είχαν τοποθετηθεί στις μετόπες της ανατολικής μπροστινής πλευράς και στο μισό του ανατολικού μέρους της νότιας πλευράς. Το 426 μ.Χ ο Θεοδόσιος Β’ διέταξε την καταστροφή του ιερού, και οι σεισμοί του 522 και του 551 κατέστρεψαν τα εναπομείναντα ερείπια και άφησαν το Ναό του Δία μερικώς θαμμένο. Η θέση του αρχαίου ιερού, ξεχασμένου κάτω από τις κατολισθήσεις και τις πλημμύρες προσάμμωσης, εντοπίστηκε το 1766 από τον Άγγλο Ρίτσαρντ Τσάντλερ. Στις 10 Μαΐου 1829, η «Επιστημονική Αποστολή του Μοριά», με επικεφαλής τον Λεόν-Ζαν-Ζοζέφ Ντυμπουά (τμήμα Αρχαιολογίας) και τον Γκιγιώμ-Αμπέλ Μπλουέ (τμήμα Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής), αναγνώρισε με ακρίβεια και ανάσκαψε μερικώς το ναό του Δία για πρώτη φορά παίρνοντας μερικά θραύσματα των αετωμάτων του μαζί της, στο Μουσείο του Λούβρου (με την άδεια της τότε Ελληνικής κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια).Η συστηματική ανασκαφή ξεκίνησε το 1875, υπό τη διεύθυνση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, και συνεχίζεται, με κάποιες διακοπές, μέχρι σήμερα.

Αφήστε μια απάντηση